φθορίωση

φθορίωση
η
ο ειδικός φωτισμός ή η φωτοβολία που εμφανίζουν μερικές ουσίες όταν δέχονται την επίδραση των χημικών ακτινών του ηλιακού φάσματος ή των ακτινών Χ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φθορίωση — η, Ν 1. χημ. χημική αντίδραση που συνίσταται στην αποκατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου μιας χημικής ένωσης από ένα άτομο φθορίου 2. μέθοδος αποστείρωσης τού νερού με προσθήκη φθορίου σ αυτό 3. φυσ. εναπόθεση λεπτότατου στρώματος μεταλλικού… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • φθοριωμένος — η, ο, Ν 1. χημ. (για χημ. ένωση) αυτός που έχει υποστεί φθορίωση 2. (για νερό) αυτός ο οποίος έχει υποστεί απολύμανση με προσθήκη φθορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού αμάρτυρου ρ. φθοριώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”